- τουρνικέ
- το, Ν1. τεχνολ. συσκευή που μπορεί να τεθεί σε περιστροφική κίνηση από μια δύναμη αντίδρασης2. φρ. α) «ηλεκτρικό τουρνικέ» — τουρνικέ που προορίζεται για την επίδειξη τών κινήσεων οι οποίες οφείλονται στην εκροή ηλεκτρικών φορτίων από τις ακίδεςβ) «υδραυλικό τουρνικέ» — τουρνικέ που χρησιμεύει στην επίδειξη τού φαινομένου τής αντίδρασης κατά την εκροή τών ρευστών·[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tourniquet < γαλλ. tourner «περιστρέφω, γυρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.